Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

Νέα απόφαση σε βάρος των απλήρωτων εργαζομένων βάζει στο στόχαστρο το δικαίωμα της επίσχεσης


Τον βαθιά αντεργατικό χαρακτήρα του νομοθετικού πλαισίου που έχει διαμορφωθεί από τις αστικές κυβερνήσεις υπέρ του κεφαλαίου, του πλαισίου δηλαδή την παγίωση και παραπέρα εμβάθυνση του οποίου ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με το 4ο μνημόνιο, έρχεται να επιβεβαιώσει άλλη μια απόφαση του Αρείου Πάγου σε βάρος των εργαζομένων.
Αυτήν την φορά, η δικαστική απόφαση που δημοσιεύτηκε στρέφεται ευθέως ενάντια στο δικαίωμα των εργαζομένων που μένουν απλήρωτοι από την εργοδοσία να προχωρούν σε επίσχεση εργασίας, διεκδικώντας τα δεδουλευμένα τους. Συγκεκριμένα, επαναλαμβάνοντας προηγούμενη νομολογία του, ο Αρειος Πάγος ορίζει ως «καταχρηστικές» τις επισχέσεις εργασίας από απλήρωτους εργαζόμενους, όταν η εργοδοσία επικαλείται «οικονομική δυσπραγία», προσθέτοντας ότι υπό όρους η επίσχεση εργασίας σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί... «σιωπηρή» παραίτηση!
Η απόφασή αυτή, σε συνδυασμό με την άλλη απόφαση του Αρείου Πάγου που δημοσιεύτηκε επίσης πρόσφατα, η οποία - ακολουθώντας και πάλι προγενέστερη νομολογία - ορίζει ότι ακόμα και η μακροχρόνια μη καταβολή των δεδουλευμένων ενός μισθωτού από την εργοδοσία δεν αρκεί από μόνη της για να θεμελιώσει την έννοια της «βλαπτικής μεταβολής» των όρων της σύμβασης εργασίας του, αποτυπώνουν ανάγλυφα το πλέγμα της ομηρίας των χιλιάδων απλήρωτων εργαζομένων.
Στην ουσία, ο συνδυασμός των δύο αυτών αποφάσεων επιβεβαιώνει ότι οι απλήρωτοι εργαζόμενοι καλούνται από το αστικό κράτος και τους θεσμούς του να συνεχίσουν να δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται! Αν οι εργαζόμενοι προχωρήσουν σε επίσχεση εργασίας αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να κριθεί «καταχρηστική» και να θεωρηθεί ότι... παραιτήθηκαν (!), ενώ όσο και να τους αφήνει απλήρωτους η εργοδοσία, αυτό δεν αποτελεί «βλαπτική μεταβολή» και άρα δεν επιτρέπει στους εργαζόμενους να διεκδικήσουν αποζημίωση απόλυσης!
Για μια ακόμα φορά, αναδεικνύονται οι τεράστιες ευθύνες και η υποκρισία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, στελέχη της οποίας εμφανίζονται να βγαίνουν «στα κάγκελα» για αποφάσεις των δικαστηρίων, την ίδια ώρα που κατ' απαίτηση του μεγάλου κεφαλαίου διατηρούν στο ακέραιο και ενισχύουν παραπέρα το αντεργατικό νομοθετικό οπλοστάσιο, πάνω στο οποίο πατάνε αυτές οι αποφάσεις, όπως έκαναν π.χ. με την ψήφιση της «απελευθέρωσης» των ομαδικών απολύσεων, με το παραπέρα «ξήλωμα» της κυριακάτικης αργίας, τις νέες «διευκολύνσεις» στη δράση των δουλεμπορικών γραφείων κ.ά.
Χαρακτηριστικά, ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας, κατά την επίσκεψή του την Τρίτη στο υπουργείο Εργασίας, ενώ εμφανίστηκε να δηλώνει (...σαν να μην είναι κυβέρνηση) ότι «το θεσμικό πλαίσιο δεν βοηθάει» τους χιλιάδες εργαζόμενους που μένουν απλήρωτοι από την εργοδοσία, όχι μόνο δεν εξήγγειλε την παραμικρή αλλαγή στο νομοθετικό πλαίσιο που κρατά τους εργαζόμενους σε ομηρία, αλλά ουσιαστικά απάλλαξε την εργοδοσία από τις ευθύνες και υποχρεώσεις της, εξαγγέλλοντας προγράμματα «οικονομικής ενίσχυσης των εργαζομένων»«επανεκπαίδευσης με νέες γνώσεις και ικανότητες» για άλλες ειδικότητες εργασίας, αυτοαπασχόλησης και «κοινωνικής οικονομίας»...
Η απόφαση του Αρείου Πάγου
Αναλυτικότερα, με την απόφαση 114/2017, με την οποία αναιρεί προηγούμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ο Αρειος Πάγος,επικαλούμενος το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα και καταγράφοντας μια σειρά προηγούμενες αποφάσεις του από το 2010 και μετά, ορίζει ότι η επίσχεση εργασίας των απλήρωτων εργαζομένων είναι «καταχρηστική» όταν «δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (...) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι' αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη».
Με άλλα λόγια, για το αστικό κράτος και τα δικαστήριά του, από τη στιγμή που η εργοδοσία επικαλείται «οικονομική δυσπραγία» και «εξαιρετικά δυσμενείς περιστάσεις» (όπως κάνουν δηλαδή όλοι οι εργοδότες που αφήνουν τους εργαζόμενους απλήρωτους!), οι απλήρωτοι εργαζόμενοι δεν έχουν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε επίσχεση εργασίας για να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους!
Ακόμα παραπέρα, η ίδια απόφαση του Αρείου Πάγου ορίζει ότι η «αποχή του μισθωτού από την εργασία του» λόγω επίσχεσης εργασίας μπορεί να κριθεί από το δικαστήριο, «σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη»,ως «σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι' αυτόν επιπτώσεις». Μπορεί δηλαδή να θεωρηθεί από το δικαστήριο ότι οι απλήρωτοι εργαζόμενοι που προχωρούν σε επίσχεση εργασίας... «παραιτήθηκαν σιωπηρά», άρα χάνουν και τη δουλειά τους και την αποζημίωση απόλυσης!
Η συγκεκριμένη απόφαση του Αρείου Πάγου αφορά εργαζόμενη σε αλυσίδα κομμωτηρίων, η οποία προχώρησε μαζί με 8 συναδέλφους της σε επίσχεση εργασίας αφού ήταν 3 με 4 μήνες απλήρωτοι. Μετά την ολοκλήρωση της επίσχεσης, η εργοδοσία έδιωξε την εργαζόμενη χωρίς αποζημίωση, με το «επιχείρημα» ότι με την επίσχεση εργασίας αποχώρησε... «οικειοθελώς».
Αναιρώντας την απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δικαίωνε την εργαζόμενη, ο Αρειος Πάγος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «δεν δικαιολογείται η σχετική κρίση της (σ.σ. της απόφασης του Εφετείου) ότι η άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως της ενάγουσας (σ.σ. της εργαζόμενης) δεν παρίσταται καταχρηστική», μεταξύ άλλων γιατί η απόφαση αυτή δεν εξέτασε με σαφήνεια:
-- «Αν είναι χρονικά αξιόλογη η καθυστέρηση καταβολής» των μισθών (προφανώς το να είναι 3 με 4 μήνες απλήρωτος ο εργαζόμενος δεν θεωρείται «χρονικά αξιόλογο»).
-- «Αν η καθυστέρηση στην πληρωμή των ανωτέρω αναφερόμενων αποδοχών οφείλεται σε υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας (σ.σ. της εργοδοσίας) και όχι σε δικαιολογημένη ταμειακή της δυσχέρεια»(λες και υπάρχει εργοδότης που αφήνει απλήρωτους τους εργαζόμενους και δεν επικαλείται αυτόν τον λόγο!)
-- «Αν μπορούσε η αναιρεσίουσα (σ.σ. η εργοδοσία) να είναι εμπρόθεσμη στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες που προήλθαν από την οικονομική κρίση»(δηλαδή, νομιμοποίηση με δικαστική βούλα της απληρωσιάς των εργαζομένων για να ξεπεράσει η εργοδοσία της «αντιξοότητες» της καπιταλιστικής κρίσης).